Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τοξήρης ς

См. также в других словарях:

  • τοξήρης — furnished with the bow masc/fem acc pl (attic epic doric) τοξήρης furnished with the bow masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τοξήρης furnished with the bow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξήρης — ῆρες, Α 1. οπλισμένος με τόξο («τοξήρης χείρ», Ευρ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τόξο, τοξικός («τοξήρη σάγην», Ηρόδ.) 3. αυτός που προέρχεται από τόξο («τοξήρης ψαλμός» ήχος που παράγεται από χορδή τόξου, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον +… …   Dictionary of Greek

  • τοξήρει — τοξήρης furnished with the bow masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τοξήρης furnished with the bow masc/fem/neut dat sg τοξήρεϊ , τοξήρης furnished with the bow dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξήρη — τοξήρης furnished with the bow neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τοξήρης furnished with the bow masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τοξήρης furnished with the bow masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»